δυάκις

δυάκις
δυάκις
twice
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δυάκις — επίρρ. (Α) δύο φορές …   Dictionary of Greek

  • συνίζηση — η / συνίζησις, ήσεως, ΝΜΑ [συνιζάνω] γραμμ. συνεκφώνηση δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου σε μια συλλαβή (α. «άργειε νά ρθει εκείνη η μέρα», Διον. Σολ. β. «Πηληϊάδεω Ἀχιλλῆος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. η καθοδική ηπειρογενετική μετακίνηση τμημάτων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”